Αμφιλοχία, όταν η πόλη κοιμάται.


Τι δεν θα μπορούσε κανείς να πρωτοπεί για τη λεγόμενη νύμφη του Αμβρακικού, την Αμφιλοχία. Μία πόλη με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, που όμως παραμένει, εδώ και αρκετά χρόνια, εγκλωβισμένη σε ένα καθεστώς παραπαίουσας αδράνειας. Το εύκολο, βέβαια, θα ήταν να ρίξουμε αμέσως όλες τις ευθύνες είτε στο διαχρονικά υδροκέφαλο κράτος των Αθηνών, είτε στην εκάστοτε ανευθυνοϋπεύθυνη δημοτική αρχή, είτε στην τοπική παραγοντική νοοτροπία.

Πριν, όμως, λάβουμε το ραβδί του τιμητή, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς ένα τόσο στρατηγικό, συγκοινωνιακά και εμπορικά, σημείο κατέληξε να θεωρείται και να είναι, πια, πόλη-σκιά. Τίποτα το παραγωγικό δεν συμβαίνει, πλέον, σ’ αυτό το κομμάτι γης. Κι αν εξαιρέσουμε το εργοστάσιο της Κnauf και κάποια δραστηριότητα στο τοπικό λιμάνι, οι θέσεις που μπορεί να προσφέρει, μαζικά και συστηματικά, ο ιδιωτικός τομέας είναι από ελάχιστες έως αμελητέες.

Από τους άλλους δε τομείς επιχειρηματικότητας, η αλιεία ακολουθεί την φθίνουσα πορεία των αλιευμάτων του Αμβρακικού, η γεωργία έχει χαθεί μεταξύ απραξίας και επιδοτήσεων, ενώ για την κτηνοτροφία και την τυροκομία την άνθηση έχει διαδεχτεί η ύφεση και η στασιμότητα. Στην αντίπερα όχθη του δημοσίου τομέα, το περιλάλητο ΚΑΦΚΑ, της μετά stagers εποχής, και της κάθε είδους φιέστας, περιμένει υπομονετικά να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα κάποιου υπουργείου, για να ξαναλειτουργήσει υποτυπωδώς. Κι ας μην ξεχάσουμε και το προεκλογικό πασπαρτού του εργοστασίου της ΑΜΦΙΓΑΛ, που θα πλημμύριζε τον δήμο με θέσεις εργασίας, αλλά έχει τεθεί σε κατάσταση «Αmber Alert», αγνοείται, δηλαδή, μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι φυσικό η νεολαία, το ζωτικό και ριζοσπαστικό κομμάτι κάθε τόπου, να αποτελεί είδος προς εξαφάνιση από την περιοχή. Ακούμε, συχνά, σε προεκλογικές συναθροίσεις και μετεκλογικά κομματικά gala, δεκάρικους για τον ρόλο και την αξία της νέας γενιάς. ποιος δεν έχει αγανακτήσει με αυτή την γελοιότητα, ποιος δεν γνωρίζει την «αξιοποίηση» που επιφυλάσσεται στη νεολαία και σε κάθε πολίτη στους ατέλειωτους προθαλάμους των ρουσφετολογικών πολιτικών γραφείων.

Και είναι, ίσως, η αναπόφευκτη κατάληξη, σ’ έναν δήμο όπου οι πολιτιστικοί σύλλογοι φυτοζωούν και οι δημιουργικές εκφράσεις είναι ανύπαρκτες, να έχουν βλαστήσει τα ζιζάνια που θρασεύουν σ’ έναν ατημέλητο κήπο. Ο εθισμός, οι εξαρτήσεις, ο αθέμιτος πλουτισμός, η ανοχή έχουν συσσωρευτεί σ’ ένα άκρως εκρηκτικό μίγμα που απειλεί συθέμελα τις ήδη εύθραυστες κοινωνικές δομές της πόλης. Γιατί, όπου οι ηθικές αρχές και οι αξίες μετατρέπονται σε φέιγ βολάν υφαρπαγής ψήφων και θώκων, είναι αδύνατον να κατανοηθεί ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν προορίζονται μόνο για μεγαλόσχημους τίτλους και βιτρινάτα γραφεία, αλλά για

να μεριμνούν, να θεραπεύουν, και κυρίως να προλαμβάνουν αποσυνθετικά φαινόμενα που αφορούν ανθρώπους κι όχι ψήφους, οικογένειες κι όχι εκλογικούς καταλόγους.

Κι όταν, μάλιστα, είναι κοινό μυστικό ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα του δήμου είναι αυτό της χρήσης και διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών, πώς μπορούμε να εξακολουθήσουμε να αδιαφορούμε. Πώς επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να παρακολουθούν σιωπηρά αυτόν τον ευτελισμό και την εκμετάλλευση συμπολιτών μας, οι οποίοι γίνονται στα μάτια κάθε μικρής κοινωνίας οι στιγματισμένοι και οι γκετοποιημένοι απόβλητοι. Και πώς λυπόμαστε υποκριτικά, όταν μαθαίνουμε ότι ένας ακόμα νέος μας πλήρωσε με τη ζωή του το πάθος του, και την αδηφάγο μανία και ασυδοσία των δικτύων εμπορίας ναρκωτικών που λυμαίνονται την δυτική Ελλάδα.

Εμείς, βέβαια, ασχολούμαστε με τη χάραξη της Ιόνιας Οδού, που θα βάλει την πόλη μας στο περιθώριο του οδικού χάρτη, και με την μαρίνα, που, από προβαλλόμενη ως έργο πνοής, εξέπνευσε ως «χωματερή» σκαφών. Αντί, όμως, να αναλωνόμαστε σε μίζερες αναλύσεις για το κακό μας ριζικό, θα ήταν καλύτερο, όλα τα περασμένα χρόνια, να είχαμε προχωρήσει σε στοχευμένες παρεμβάσεις, ώστε η Αμφιλοχία να αξιοποιήσει το φυσικό της κάλλος, και τη θέση της που λειτουργεί ως δωρεάν διαφήμιση, και να καταστεί ξανά ένας ελκυστικός τουριστικός προορισμός.

Τι άλλο μας έχει απομείνει, πια, εκτός από σειρές μισοάδειων καφέ, και μία ατέλειωτη αλυσίδα ταχυφαγείων και χώρων εστίασης. Κι είναι, πράγματι, ευτυχής εμπειρία να πίνεις τον καφέ σου στην παραλιακή ζώνη της πόλης, και να απολαμβάνεις τα εδέσματα των τοπικών καταστημάτων, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Η Αμφιλοχία έχασε το τρένο της τουριστικής ανάπτυξης, γιατί δεν απέκτησε ποτέ τουριστική ταυτότητα. γιατί δεν είχε ποτέ ανθρώπους με όραμα, αλλά διαχειριστές καταστάσεων. Κι έτσι, πριν πάψουμε να είμαστε σταυροδρόμι, θα έχουμε ήδη «σταυρωθεί» από τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές και επιλογές μας.

Όταν, πάλι, βλέπεις να καταστρέφεται ασύδοτα η αρχιτεκτονική κληρονομιά και παράδοση της πόλης, στο όνομα της αντιαισθητικής τσιμεντοποίησης των πάντων, όταν το μόνο μέλημα καλλωπισμού της είναι η ασφαλτόστρωση, τότε αρχίζεις να ανησυχείς πραγματικά, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι πάει στραβά. Ενώ άλλοι δήμοι προστατεύουν, σαν κόρη οφθαλμού, το ιστορικό-πολεοδομικό τους κομμάτι, δίνοντάς του κεντρικό ρόλο στον γενικότερο πολιτιστικό τους σχεδιασμό, εδώ όλα έχουν πάρει τον χαρακτήρα αυτόματου πιλότου. Εκεί που θα έπρεπε να δοθούν κίνητρα για τη συντήρηση των αιωνόβιων πέτρινων αρχοντικών, ανεκτίμητης ιστορικής-αισθητικής αξίας, αυτά αντικαθίστανται από τσιμεντένια τερατουργήματα. εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν πλατείες, δέντρα και όμορφα παρτέρια κυριαρχεί η αδιαφορία, το μπάζωμα και κάθε είδους κακόγουστη παρέμβαση. Το πράσινο, δηλαδή, που αποτελεί ουσιαστικό δείγμα κουλτούρας, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει προς το οικολογικότερο, στην πόλη μας έχει εξοβελιστεί μετά βδελυγμίας.

Είναι, επίσης, αποκαρδιωτικό, για την όλη εικόνα της πόλης, το θέαμα που παρουσιάζει η αρχαία ακρόπολη της Λιμναίας. σωρός από ερείπια, βουτηγμένος στα χόρτα και τις ακαθαρσίες. Αν και βρίσκεται στην είσοδο της πόλης και θα μπορούσε να προβληθεί ως το κατεξοχήν πολιτισμικό κεφάλαιό της, έχει αφεθεί στην τύχη της, εγκαταλειμμένη από θεούς κι ανθρώπους. Κανείς δεν σκέφτηκε να φροντίσει για μια στοιχειώδη σήμανση του χώρου. Κανείς δεν φαντάστηκε πόσο πιο όμορφα θα έδεναν με τις βραδιές της πόλης τα φωτισμένα αρχαία τείχη. Και κανείς δεν μπόρεσε να δει την ανάγκη η σύγχρονη πόλη να συνδεθεί με την κοιτίδα της, μέσα από ένα οργανωμένο δίκτυο πεζοδρομήσεων που θα προσφέρει έναν νέο χώρο αναψυχής για τους κατοίκους. Μικρές, δηλαδή, παρεμβάσεις που όμως θα ενισχύσουν τη διαλεκτική συνέχεια ανάμεσα στο θαλάσσιο και το ορεινό μέτωπο της πόλης.

Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, θα μπορέσει, επιτέλους, να αναδειχθεί ο πολυμορφικός χαρακτήρας του τόπου. Ανάμεσα στις δύο πλαζ, το κέντρο, και το ορεινό κομμάτι της πόλης θα δημιουργούταν μία αδιατάρακτη αλυσίδα, εντός της οποίας κάθε εκδήλωση, δρώμενο και κοινωνικο-ατομική έκφραση θα αποκτούσε ιδιαίτερο χρώμα και ποιότητα. 

Τέτοιου είδους, βέβαια, σχεδιασμοί ακούγονται λίγο παράταιροι σ’ έναν τόπο όπου κυριαρχεί η παράλογη νοοτροπία ότι μεταξύ των τυφλών ο μονόφθαλμος βασιλεύει. Κι, επιπλέον, μοιάζουν με περιττές καινοδοξίες, όταν, σε μία ευλογημένη από ύδατα περιοχή, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί το ελάχιστο για την οργάνωση κάθε σύγχρονης πόλης, το πόσιμο νερό. 

Τίποτα, όμως, δεν αποδεικνύει πιο γλαφυρά την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι αρμόδιες αρχές τα δημοτικά πράγματα από τις αδικαιολόγητα συχνές διακοπές της ύδρευσης, κατά τους θερινούς μήνες, όταν η ανάγκη για νερό είναι εκ των πραγμάτων κατά πολύ αυξημένη.

Πολλά, ακόμα, θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτή την καθεστωτική μη αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων, που απλά παραπέμπει στις καλένδες όλα όσα θα ήταν απαραίτητο να είχαν λυθεί χθες. Επαφίεται, όμως, στην βούληση των πολιτών να συνειδητοποιήσουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η καθημερινότητά τους, και να θέσουν εκποδών ξεπερασμένες αντιλήψεις, πρακτικές και πρόσωπα. όπως και κάθε στοιχείο νοσηρότητας.

 Και θα ήταν, πράγματι, έγκλημα η Αμφιλοχία, με την μακραίωνη πορεία της ως ορόσημο της ευρύτερης περιοχής, να καταντήσει ένας ξεχασμένος επαρχιακός παράδρομος.

Βασίλης Νάκας, δημοσιογράφος.