Το λυκόφως ενός δήμου

Έχω, συχνά, γίνει μάρτυρας της εξαρτησιογόνου εξαθλίωσης συμπολιτών μας. Η κοινωνία μας, εξάλλου, είναι αρκετά μικρή, και δεν είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τη σταδιακή απογυμνωτική εκμηδένιση ατόμων και οικογενειών.
Θα ήταν, ίσως, κάτι κουραστικό και τετριμμένο να αρχίσω να εκθέτω γενικά τις αιτίες και επιπτώσεις του εθισμού στο αλκοόλ και στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Και θα ήταν, ασφαλώς, δίχως νόημα το να συνεχίσω, με βερμπαλιστικές και υψιπέτιδες κορόνες, τη στηλίτευση ή την αγιοποίηση προσώπων, γεγονότων και κοινωνικών πρακτικών.
Όλα αυτά, ωστόσο, θα ήταν η φυσιολογική αντίδραση κάθε φυσιολογικού ατόμου, σε τούτη την τραγική έκπτωση του ανθρώπου από αξία σε ταχέως αναλώσιμο υποπροϊόν. Κι η αντίδραση αυτή, ακόμη και μέσα στα στενά πλαίσια των λίγων λέξεων ενός άρθρου, έχει σημασία να εκδηλωθεί. Καμιά φορά, δίνει φωνή και έκφραση στην αδήλωτη αγανάκτηση και πόνο ενός ολόκληρου κόσμου, που καθημερινά ζει και υπομένει, ως εξαρτημένος, συγγενής, φίλος, παρατηρητής, τέτοιου είδους φαινόμενα. Έστω, λοιπόν, κι αν χαρακτηριστώ «μελό», θα επιχειρήσω μια τέτοια προσέγγιση. Κι έστω κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, θα αποτολμήσω να σταθώ απέναντί τους, πετώντας τον μανδύα της υποκρισίας από πάνω τους.
Είχα, και σε παλαιότερο άρθρο μου, αναφέρει ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Αμφιλοχίας. Σ’ αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και την αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ, το μόνο «σπορ» στο οποίο μπορεί πια να βρει διέξοδο διασκέδασης μία μερίδα συμπολιτών μας. Όσο εύκολο είναι κάποιος, ανεξαρτήτως ηλικίας, να πιεί «μέχρι σκασμού» τα ποτάκια του, πειραγμένα και μη, στα ουκ ολίγα καφενεία και καφέ-μπαρ της πόλης και συνολικά του δήμου, εξίσου θέμα ρουτίνας έχει καταστεί και η προμήθεια πάσης ποιότητας και ποσότητας ουσιών.
Κι αν αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε γιατί ο εθισμός έχει γίνει «μόδα» στον δήμο μας, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε καλά γύρω μας. Παντού επικρατεί ένας οικονομικός και κοινωνικός λήθαργος, σαν να έχουμε υπνωτιστεί από μία κοιμισμένη και απούσα δημοτική αρχή. Ακόμη και σε έργα-βιτρίνα, στα οποία με τόση επιτηδειότητα επιδίδονται οι διοικούντες τα του δήμου, είναι ορατή η επιπολαιότητα και η αδυναμία τους να τα καταστήσουν λειτουργικά. Υποψιάζομαι, δυστυχώς, πως μόνο την περίοδο των εκλογών αποκτάμε ονοματεπώνυμο. Αμέσως μετά, γινόμαστε απλό πληθυσμιακό δυναμικό, για να δικαιολογούν κάποιοι κούφιοι δημαρχίσκοι, αντιδημαρχίσκοι και οι αυλές τους τις καρέκλες και τους παχυλούς μισθούς τους.
Δεν θα κουραστώ να φωνάζω για τη στρεβλή αντίληψη περί ανάπτυξης που κυριαρχεί στον δήμο μας. Η επιχειρηματικότητα εκδιώκεται διά ροπάλου, κι άνθρωποι με δυνατότητα πρωτοβουλιών και όραμα αντιμετωπίζονται με την
κουτοπόνηρη διάθεση των εφησυχασμένων στα οφίκιά τους κοτζαμπάσηδων. Η εκλεγμένη, λοιπόν, διοίκηση, κι ως εκ τούτου υπόλογη στους πολίτες της, είτε λόγω αδιαφορίας είτε, πολύ φοβάμαι, λόγω ανικανότητας, αφήνει τον δήμο μας να συρρικνώνεται σε όλους τους τομείς. Κανένα οργανωμένο πλαίσιο δράσης, έστω για τα «μάτια», δεν έχει ποτέ παρουσιαστεί: τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, ο αγροτο-κτηνοτροφικός κλάδος, τα τοπικά προϊόντα και οι μεταποιητικές μονάδες, το εν γένει υδάτινο και ορεινό μας κεφάλαιο, η γεωγραφική μας θέση, ο τουρισμός και η πολιτιστική μας κληρονομιά αξιοποιούνται μόνο ως προεκλογικά φέιγ-βολάν. Έπειτα, καθίστανται τέκνα της τύχης ή της στιγμιαίας έμπνευσης και συμφερόντων κάποιου ντόπιου μανδαρινίσκου, σφουγγοκωλάριου αξιωμάτων.
Εν μέσω μίας τόσο εκκωφαντικής αδράνειας και απάθειας, από εκείνους που όφειλαν να χαράσσουν πολιτικές και να δίνουν λύσεις, δεν είναι παράλογο που η πόλη και ο δήμος μας παρακμάζουν, παρασύροντας μαζί κι ένα μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού τους. Δεν είναι παράλογο που τα ναρκωτικά και ο αλκοολισμός έχουν γίνει το μόνο «τριπάκι» στο οποίο μπορούν να ελπίσουν οι νέοι της περιοχής μας. Όταν δρεπανίζεις τα κεφάλια που τολμούν να κοιτάξουν ψηλότερα από τα συνηθισμένα, επειδή εσύ, λόγω της βραχύνοιάς σου, αδυνατείς να τα ακολουθήσεις, τότε είσαι εξίσου εγκληματίας με τους εμπόρους ναρκωτικών. Πρεσβεύεις κι εσύ την χαμέρπεια και τον εθισμό, εγκλωβίζεις σε αδιέξοδα, ενθαρρύνεις την αναξιοκρατία, τιθασεύεις την καινοτομία. Και το μόνο που απομένει είσαι εσύ, δήμαρχος, περιφερειάρχης, πρωθυπουργός μιας χώρας από «ζόμπι».
Δεν με ενδιαφέρουν οι έμποροι ναρκωτικών, ημεδαποί και αλλοδαποί. Αυτοί, τουλάχιστον, εκμεταλλεύτηκαν το στρατηγικό πλεονέκτημα της περιοχής μας, ως οδικό και θαλάσσιο σταυροδρόμι, και γιγάντωσαν τις επιχειρήσεις τους, δίνοντάς τους και διαβαλκανικό χαρακτήρα. Δεν με ενδιαφέρουν τα μπουκάλια του αλκοόλ που αδειάζουν μέσα σε στομάχια ή πάνω σε κεφάλια, άλλωστε και τα πάμπολλα τοπικά καφέ και μπαράκια κάπως πρέπει να επιβιώσουν. Με ενδιαφέρει, όμως, η απουσία ενδιαφερόντων, γιατί αυτή είναι η μοναδική εικόνα που μπορεί πια να εξαχθεί από τις σύγχρονες δομές της πόλης και του δήμου. Κι όταν ζεις κάπου όπου δεν υφίστανται οι ελάχιστες πολιτιστικές αναφορές και οργάνωση, που θα ζωογονήσουν και θα δώσουν οντότητα στις δημιουργικές ανησυχίες των πολιτών, εκείνο τελικά που επικρατεί είναι η καφενόβια και οπαδική νοοτροπία. Υποταγή, δηλαδή, στον αργό θάνατο της συνήθειας, που, είτε έχει τη μορφή του αλκοόλ, της «πρέζας», της κατάθλιψης, της κενότητας ή απλά της παραίτησης, θάνατος παραμένει.
Αν, μέσα σε όλα αυτά, το μόνο αίτημα που μπορεί μια δημοτική αρχή να ικανοποιήσει είναι το άπλωμα πίσσας, και στην καλύτερη περίπτωση το μπάζωμα του «Πετρινίκου», τι άλλο μάς μένει για να καταδειχθεί η ανικανότητα, μιας χούφτας μαθητευόμενων μάγων και γυρολόγων προσωπικής προβολής, στο να διαχειριστούν τα φλέγοντα θέματα του τόπου μας. Αν, στον επιδεικτικό νεοπλουτισμό των τοπικής σοδειάς εμπόρων ναρκωτικών, και στην ταυτόχρονη μαρτυρική εξαθλίωση δεκάδων
νέων μας, η δημοτική αρχή εξακολουθεί να σφυρίζει αδιάφορα, τότε ποιος είναι ο ρόλος της, αν ποτέ είχε συναίσθηση της σοβαρότητας του ρόλου της.
Τα ερωτήματα, βέβαια, αυτά δεν πρόκειται να απαντηθούν, γιατί κανείς από τους, κατά λόγο, υπευθύνους δεν είναι υπεύθυνος και στις πράξεις του. Εκείνο, όμως, που νοιάζει τους πολίτες δεν είναι τα ρητορικά σχήματα των ερωταποκρίσεων, αλλά η σε πραγματικό χρόνο αντιμετώπιση του ήδη οξυμμένου προβλήματος της χρήσης ουσιών. Κάποιοι, πάλι, καλόπιστοι θα με κατηγορήσουν ότι ασκώ μονόπλευρη κριτική, απευθυνόμενος αποκλειστικά στη δημοτική αρχή κι όχι και σε άλλους κρατικούς φορείς. Ασφαλώς, φίλοι μου, και η αστυνομία οφείλει να συλλάβει τους γνωστούς-αγνώστους διακινητές των ναρκωτικών, κι ασφαλώς το δικαστικό μας σύστημα πρέπει να φροντίζει, ώστε να μην ξαναβλέπουν το φως της ελευθερίας. Από την άλλη, η ένταξη στα προγράμματα απεξάρτησης θα πρέπει να συντελείται σε βραχύτερο διάστημα, κι όχι κάποιος να αναμένει χρόνια και χρόνια στις λίστες του ΟΚΑΝΑ. Ώσπου, όμως, να συμβούν όλα ετούτα τα ευχολόγια, ας κινητοποιηθούμε στα του οίκου μας, στη γειτονιά μας, στον δήμο μας.
Προσωπικά νιώθω άσχημα, όταν βλέπω ανθρώπους που τους γνώρισα υγιείς κι όλο σφρίγος να σέρνονται από το βάρος των εξαρτήσεων, κι από το άδειο τους βλέμμα να βγαίνει μόνο η ανάγκη της επόμενης δόσης. Προσωπικά νιώθω άσχημα, όταν βλέπω στον ίδιο πεζόδρομο, που πριν περπατούσαν τα θύματά τους, σε λίγο να ακολουθούν καμαρωτοί, με το βδελυρό σαρκίο του πετυχημένου επιχειρηματία, οι λαθρέμποροι του θανάτου, οι κλέφτες αυτοί ψυχών και ζωών. Κι εντούτοις, συνεχίζουμε να περνάμε δίπλα τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ή σαν να θέλουμε να βαυκαλιζόμαστε πως δεν συμβαίνει τίποτα.
Θα ακούσουμε, ύστερα, για το τάδε ή δείνα σπίτι ή αυτοκίνητο που «άνοιξαν», για μια ακόμη μικροκλοπή που έγινε, κι αφού ανησυχήσουμε πρόσκαιρα θα το ξεχάσουμε κι αυτό. Οι τοξικομανείς, όμως, και η τοξικομανία, όσο κι αν θέλουμε να τα προσπερνάμε, θα εξακολουθούν να υφίστανται ως φαινόμενο. Κι όταν οι δημοτικές αρχές δεν έχουν όχι μόνο τις στοιχειώδεις υποδομές, αλλά ούτε καν τη στοιχειώδη διάθεση να ασχοληθούν με το θέμα, τότε είναι σίγουρο ότι τα επόμενα χρόνια το φαινόμενο θα ξεπεράσει την ήδη σημερινή τραγική κατάσταση.
Όσοι, λοιπόν, επιμένουμε να παραμένουμε στον γενέθλιο τόπο μας, και δεν έχουμε, ακόμα, μεταναστεύσει σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο ή στην άλλη άκρη της γης, απαιτούμε λύσεις ΤΩΡΑ. Λύσεις και παρεμβάσεις από ανθρώπους που έχουν τη βούληση, τη δυνατότητα και τον τρόπο να τις αναπτύξουν, και να τις κοινωνήσουν στον λαό του Δήμου Αμφιλοχίας. Η παρούσα δημοτική αρχή έχει αποτύχει παταγωδώς σε αυτόν τον τομέα. Πέτυχε, ίσως, στο να εμφυσήσει σε όλους μας τη νοοτροπία του «συνταξιούχου» και του αργόσχολου, που ξημεροβραδιάζεται στα καφεποτεία, δίχως σκοπό κι ελπίδα αλλαγής.
Βιώνουμε, κατά συνέπεια, ένα ιδιότυπο δαρβινικό μοντέλο, όπου οι έχοντες τα ναρκοευρώ μεγαλουργούν και αυξάνουν τις περιουσίες τους, κακοποιώντας και
δυσφημώντας, καθημερινά, τον δήμο μας. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, από την άλλη, έχει πεταχτεί στο περιθώριο, αντιμετωπιζόμενοι σαν πλέμπα και απλοί παρατηρητές των «οργίων» που συντελούνται γύρω τους. Πολλοί, βέβαια, ποντάρουν σ’ αυτή τη σιωπηρή ανοχή του κόσμου, κάποιοι για να συνεχίζουν να θησαυρίζουν με μια επικάλυψη νομιμότητας, και κάποιοι για να διαιωνίζουν την εκλογή τους σε δημόσιους θώκους. Αργά ή γρήγορα, όμως, η οργή ξεχειλίζει. Κι όταν το πρόβλημα του γείτονα γίνεται και δικό σου, έρχεται η αφύπνιση και το ξέσπασμα, εναντίον όλων εκείνων που επί χρόνια καιροσκοπούσαν και κερδοσκοπούσαν σε βάρος των φόβων, και της ανασφάλειάς σου να βγεις από ένα εικονικό περιβάλλον και να δεις την αλήθεια κατάματα.
Ο λαός, επομένως, έχει τη δύναμη, πάντα αυτός την είχε. Κι ως δημότης Αμφιλοχίας, θέλω να ανήκω σ’ έναν τέτοιο λαό που να αποφασίζει για τις τύχες του, κι όχι να άγεται και να φέρεται από τα εκάστοτε πιόνια του εκάστοτε κατεστημένου. Γιατί δεν ναρκώνουν, τελικά, μόνο οι ουσίες, αλλά κυρίως η απουσία ουσίας από τη ζωή μας, και πρέπει να λογίζονται ως επικίνδυνοι εγκληματίες όλοι όσοι καθιστούν τη ζωή μας ανούσια.

Βασίλης Νάκας, δημοσιογράφος.