Μερικές σκέψεις για το επερχόμενο εργασιακό νομοσχέδιο


Έχει πράγματι κυλήσει πάρα πολύ νερό στο αυλάκι από τότε που στην εισηγητική έκθεση του νόμου 1264/82 σημειωνόταν ότι «οι συνδικαλιστικές ελευθερίες τόσο περισσότερο συμβάλλουν στην
κοινωνική ισορροπία (….) όσο περισσότερο η πολιτεία ισχυροποιεί την άσκηση τους».

Οι δεκαετίες της ευημερίας έδωσαν μετά το 2010 τη θέση τους στην δεκαετία των Μνημονίων και του διεθνούς οικονομικού ελέγχου για τα οικονομικά και κοινωνικά πράγματα στη χώρα μας. Μεταξύ άλλων οι συστάσεις των Πιστωτών για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας συμπεριλαμβάναν πιέσεις για την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις ομαδικές απολύσεις, τον κατώτατο μισθό και τη συνδικαλιστική δράση.

Ας δούμε ένα-ένα αυτά τα κρίσιμα θέματα.

Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα έχουν υποστεί ήδη βαριά πλήγματα με τις νομοθετικές αλλαγές της τελευταίας πενταετίας. Δεν έχει νόημα εδώ η συζήτηση τεχνικών λεπτομερειών, αλλά το φλέγον ερώτημα προς την πολιτική και οικονομική ηγεσία είναι: Οφείλει η Ελλάδα να ακολουθεί τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (τριμερής συνεργασία, κοινωνικός διάλογος) ή θα αφήσει τον προσδιορισμό των όρων αμοιβής και εργασίας στην Αγορά ή/και σε κάποιες κρατικές ρυθμίσεις των ελαχίστων όρων;

Ο ομαδικές απολύσεις στη χώρα μας περιορίστηκαν από αυστηρή εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία την τελευταία τριακονταετία. Εδώ μεγάλη σημασία έχει αν η εκάστοτε κυβέρνηση θα ελέγχει τις ομαδικές απολύσεις ή αν οι κοινωνικοί εταίροι θα μπορούν με συμφωνία τους να αλλάζουν κατά περίπτωση το επιτρεπόμενα όρια. Μολονότι ένας εκσυγχρονισμός είναι αναγκαίος, πρέπει να είναι σαφές ότι τυχόν απελευθέρωση των απολύσεων θα επιφέρει τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα μια αξιοσημείωτη αύξηση της ανεργίας. Μπορεί να αντέξει περεταίρω στρατιές ανέργων η ελληνική κοινωνία;

Ο Κατώτατος Μισθός υφίσταται ως έννοια σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ άλλες δεν διαθέτουν παρόμοια πρόβλεψη. Η εφαρμογή του κατώτατου μισθού συνήθως βοηθά ιδίως τους χαμηλόμισθους αλλά δημιουργεί και αρκετές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Εδώ το κύριο θέμα είναι αν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα μπορούν με συμφωνίες τους να θεσπίζουν εξαιρέσεις από τον κατώτατο μισθό κι -αν ναι- σε ποιο επίπεδο (εθνικό/κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/επιχειρησιακό). Επίσης κρίσιμο είναι αν θα επιτραπεί σε ειδικές κατηγορίες μισθωτών (νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, μακροχρόνια άνεργοι, κ.λπ.) να αποκλίνουν από τον εθνικά καθοριζόμενο κατώτατο μισθό.

Τέλος, πολλά έχουν γραφτεί για τα όρια τις συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Είναι πανθομολογούμενο το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιό της συνδικαλιστικής δράσης θα πρέπει να εξορθολογιστεί κι, ενδεχομένως, να αντιμετωπιστούν κάποιες υπερβολές (έντονα καταχρηστικές απεργίες, μορφές χρηματοδότησης συνδικάτων κ.λπ.) που αγγίζουν κυρίως τον προστατευόμενο τομέα (δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί κ.λπ.), Ούτως ή άλλως ο συνδικαλισμός στον αμιγή ιδιωτικό τομέα διαθέτει πλέον εξαιρετικά περιορισμένο βεληνεκές. Ωστόσο, ακόμη κι αν πολλές φορές τα συνδικάτα φαίνονται αναποτελεσματικά κι ελάχιστα γοητευτικά, είναι ο μοναδικός αμυντικός μηχανισμός που διαθέτουν οι εργαζόμενοι μέσα στο «ολοκαύτωμα της αγοράς εργασίας.

Η αντανακλαστική αντίδραση στην κρίση με την προσέγγιση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» δεν θα δώσει μακροπρόθεσμες λύσεις. Αν οι νέες ευέλικτες εργασιακές σχέσεις συνεχίσουν να εγκλωβίζονται στη μέγγενη της εξατομίκευσης, αν η επισφαλής εργασία παραμείνει εκτός της εμβέλειας του εργατικού δικαίου κι αν δεν αφυπνισθούν τα εργατικά συνδικάτα, οι Έλληνες μισθωτοί θα βιώνουν ένα σεληνιακό τοπίο, που θα θυμίζει λιγότερο τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας και περισσότερο το ασιατικό μοντέλο ανάπτυξης και απασχόλησης.

Θεόδωρος Κουτρούκης -  Επίκουρος Καθηγητής ΔΠΘ